- αγριόφωνος
- ἀγριόφωνος, -ον (Α)αυτός που έχει άγρια, τραχιά φωνή ή γλώσσα, σαν τους βαρβάρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγριος + -φωνή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγριοφώνου — ἀγριόφωνος with rough voice masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριοφώνους — ἀγριόφωνος with rough voice masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριοφώνων — ἀγριόφωνος with rough voice masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριόφωνοι — ἀγριόφωνος with rough voice masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφωνος — η, ο (AM ἄφωνος, ον) 1. αυτός που δεν έχει φωνή, άλαλος 2. αυτός που δεν βγάζει φωνή, που σωπαίνει 3. γραμμ. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άφωνα τα κλειστά σύμφωνα της Ελληνικής, ειδικότερα αυτά που παριστάνονται με τα γράμματα π, τ, κ / β, γ, δ / φ … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek